- συνθέσθαι
- συντίθημιplaceaor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμαρτύρομαι — ἐπιμαρτύρομαι (Α) [επίμαρτυς] 1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.) 2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο 3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη… … Dictionary of Greek
εχυρήσαι — ἐχυρῆσαι και δ. γρφ. ἐχυρίσαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῷ διὰ χειρὸς ὅρκῳ συνθέσθαι καὶ κρατηθῆναι» … Dictionary of Greek